Ενόψει των Ευρωεκλογών που πρόκειται να διεξαχθούν σε μία εβδομάδα ήταν αναμενόμενο μαζί με τις πολιτικές κόντρες των ημερών να ξεκινήσει και η συζήτηση σχετικά με το δεδομένο πλέον “ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών”. Μια καθαρά αμερικάνικη συνήθεια που έχει πλέον καθιερωθεί σε πολλές ευρωπαικές χώρες και την παρακολουθήσαμε για άλλη μια φορά το βράδυ της Πέμπτης και στην χώρα μας με κάποιες όμως “ελληνικές πινελιές”.
Η χρησιμότητα ενός τέτοιου στημένου εγχειρήματος, στο οποίο οι πολιτικοί αρχηγοί λειτουργούν ως παπαγάλοι κειμένων των οποίων άλλοι είναι συγγραφείς, δέχεται αμφισβήτηση από μεγάλη μερίδα πολιτών. Αλλά και οι δημοσιογράφοι, που ως επί το πλείστον αποτελούν τηλεοπτικούς αστέρες για προφανείς λόγους και που τυγχάνει πλην της αναμφισβήτητης αναγνωρισημότητας τους να μην φημίζονται για τις ξεκάθαρες πολιτικές τους θέσεις και τις ρίξεις τους με την εκάστοτε εξουσία, υποβάλλοντας προβλέψιμες ερωτήσεις υποτιμούν τον πραγματικό σκοπό ενός ντιμπέιτ.
Και μιλώντας για τον σκοπό ενός προεκλογικού ντιμπέιτ, σίγουρα αυτός δεν είναι η παρουσίαση μίας εξιδανικευμένης εικόνας των υποψηφίων όπως συνηθίζεται ή η δημιουργία εντυπώσεων μέσα από δήθεν ‘’ ηχηρές’’, και καλά προετοιμασμένες απαντήσεις που δεν έχει όμως καμία σημασία αν είναι άσχετες με τις ερωτήσεις ή αν αποφεύγουν επιδέξια να θίξουν επίμαχα ζητήματα. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο οι κανόνες αποκλείουν την μεταξύ των υποψηφίων συνομιλία. Κανένας αρχηγός δεν έχει δικαίωμα να σχολιάσει απάντηση του άλλου και κανένας δημοσιογράφος δεν έχει δικαίωμα να επανέλθει αν ο ερωτώμενος δεν του απαντήσει. Έτσι μένουν όλοι ευχαριστημένοι. Το αποτέλεσμα κουραστικοί διαδοχικοί και όχι παράλληλοι μονόλογοι για να μην υπάρχει αντιπαράθεση επιχειρημάτων και ιδεών. Έτσι, οι πολιτικοί αρχηγοί δεν κατορθώνουν να αφήσουν ένα σαφές αποτύπωμα της συνολικής τοποθέτησης του κόμματος που αντιπροσωπεύουν, παρά μόνο διάσπαρτες δηλώσεις.
Η λέξη ‘’debate’’ θα πει αντιπαράθεση θέσεων. Σκοπός του ντιμπέιτ είναι η σωστή ενημέρωση του πολίτη, είναι ο δημόσιος διάλογος που θα βοηθήσει τον πολίτη να σχηματίσει μια σφαιρική άποψη για τον πολιτικό λόγο του κάθε υποψήφιου και ίσως τελικώς να τον κινητοποιήσει ώστε να δηλώσει με την ψήφο του την προτίμησή του. Για τον σκοπό αυτό ούτε λόγος. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα οι γενικολογίες των συμμετεχόντων πολιτικών αρχηγών και η απαγόρευση ουσιαστικού διαλόγου μετάξύ τους εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των κομμάτων και των καναλάρχων.
Τελικά, αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι τα ντιμπέιτ έχουν χάσει τον πραγματικό ρόλο τους και ότι πλέον αποτελούν τηλεοπτικά events ενδιαφέροντα μεν λόγω της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών, αρκετά επιτηδευμένων ωστόσο λόγω του τρόπου διεξαγωγής τους που υπηρετούν τους όρους της τηλεόρασης και της τηλεθέασης. Το συγκεκριμένο μοντέλο τηλεοπτικής αναμέτρησης έχει πλέον εξαντλήσει κάθε όριο και έχει ανάγκη άμεσης αλλαγής.
Η χρησιμότητα ενός τέτοιου στημένου εγχειρήματος, στο οποίο οι πολιτικοί αρχηγοί λειτουργούν ως παπαγάλοι κειμένων των οποίων άλλοι είναι συγγραφείς, δέχεται αμφισβήτηση από μεγάλη μερίδα πολιτών. Αλλά και οι δημοσιογράφοι, που ως επί το πλείστον αποτελούν τηλεοπτικούς αστέρες για προφανείς λόγους και που τυγχάνει πλην της αναμφισβήτητης αναγνωρισημότητας τους να μην φημίζονται για τις ξεκάθαρες πολιτικές τους θέσεις και τις ρίξεις τους με την εκάστοτε εξουσία, υποβάλλοντας προβλέψιμες ερωτήσεις υποτιμούν τον πραγματικό σκοπό ενός ντιμπέιτ.
Και μιλώντας για τον σκοπό ενός προεκλογικού ντιμπέιτ, σίγουρα αυτός δεν είναι η παρουσίαση μίας εξιδανικευμένης εικόνας των υποψηφίων όπως συνηθίζεται ή η δημιουργία εντυπώσεων μέσα από δήθεν ‘’ ηχηρές’’, και καλά προετοιμασμένες απαντήσεις που δεν έχει όμως καμία σημασία αν είναι άσχετες με τις ερωτήσεις ή αν αποφεύγουν επιδέξια να θίξουν επίμαχα ζητήματα. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο οι κανόνες αποκλείουν την μεταξύ των υποψηφίων συνομιλία. Κανένας αρχηγός δεν έχει δικαίωμα να σχολιάσει απάντηση του άλλου και κανένας δημοσιογράφος δεν έχει δικαίωμα να επανέλθει αν ο ερωτώμενος δεν του απαντήσει. Έτσι μένουν όλοι ευχαριστημένοι. Το αποτέλεσμα κουραστικοί διαδοχικοί και όχι παράλληλοι μονόλογοι για να μην υπάρχει αντιπαράθεση επιχειρημάτων και ιδεών. Έτσι, οι πολιτικοί αρχηγοί δεν κατορθώνουν να αφήσουν ένα σαφές αποτύπωμα της συνολικής τοποθέτησης του κόμματος που αντιπροσωπεύουν, παρά μόνο διάσπαρτες δηλώσεις.
Η λέξη ‘’debate’’ θα πει αντιπαράθεση θέσεων. Σκοπός του ντιμπέιτ είναι η σωστή ενημέρωση του πολίτη, είναι ο δημόσιος διάλογος που θα βοηθήσει τον πολίτη να σχηματίσει μια σφαιρική άποψη για τον πολιτικό λόγο του κάθε υποψήφιου και ίσως τελικώς να τον κινητοποιήσει ώστε να δηλώσει με την ψήφο του την προτίμησή του. Για τον σκοπό αυτό ούτε λόγος. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα οι γενικολογίες των συμμετεχόντων πολιτικών αρχηγών και η απαγόρευση ουσιαστικού διαλόγου μετάξύ τους εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των κομμάτων και των καναλάρχων.
Τελικά, αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι τα ντιμπέιτ έχουν χάσει τον πραγματικό ρόλο τους και ότι πλέον αποτελούν τηλεοπτικά events ενδιαφέροντα μεν λόγω της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών, αρκετά επιτηδευμένων ωστόσο λόγω του τρόπου διεξαγωγής τους που υπηρετούν τους όρους της τηλεόρασης και της τηλεθέασης. Το συγκεκριμένο μοντέλο τηλεοπτικής αναμέτρησης έχει πλέον εξαντλήσει κάθε όριο και έχει ανάγκη άμεσης αλλαγής.