Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Φύγε για τριήμερο!

Τριήμερο του Αγίου Πνεύματος η θερμοκρασία σκαρφαλωμένη επάνω από τους 28 βαθμούς, το παιδί χωρίς σχολείο και η παραλία σε καλεί. Έχεις, λοιπόν, να επιλέξεις, ξεκούραση για 72 ώρες ή κάλπη. Οκ, σε δικαιολογώ, η βουτιά μοιάζει σαφώς θελκτικότερη από την κάλπη γι΄αυτό σήκω φύγε και μην ψηφίσεις.
Είσαι ιδιωτικός υπάλληλος, εσύ και η γυναίκα σου όλη μέρα σκοτώνεστε στα γραφεία σας για 1.200 ευρώ ο καθένας, και την υπόλοιπη σπάτε το κεφάλι σας να υπολογίσετε πως θα βγάλετε τον μήνα με αυτά. Μέχρι τώρα ήταν καλά που η πεθερά κράταγε τον Κωστάκη, τώρα αναγκάζεσαι να πληρώσεις κάπου στα 300 ευρώ για τον παιδικό σταθμό που τον έστειλες. Περιμένεις και μέσα στο κατακαλόκαιρο το εκκαθαριστικό της εφορίας, χρειάζεσαι να ξεφύγεις για μερικές ημέρες από όλα αυτά. Συμφωνώ, λοιπόν, πήγαινε και βούτα.
Πριν απο μερικές μέρες ο πιτσιρικάς αρρώστησε, ήθελες να τον πας στο Παίδων αλλά έπρεπε να σταθείς σε μια ουρά 200 ανθρώπων. Πως θα ξυπνήσεις αύριο για το γραφείο. Αποφασίζεις, οπότε, να πας σε ιδιωτική κλινική. Πληρώνεις ένα κατοστάευρο και ξεμπερδέυεις. Γυρνάς στο σπίτι μουρμουρίζοντας. Άντε να δεις τώρα από που θα το βγάλεις αυτό το ποσό. Έχεις δίκιο, πρέπει να ξεφύγεις για λίγο, τράβα για ηλιοθεραπεία.
Στα είπα και πριν και στα λέω και τώρα, το τριήμερο είναι σωτηρία, κλείσε κινητό, κλείσε τηλεόραση και κινήσου μεταξύ δωματίου, παραλίας και ταβέρνας. Σου χρειάζεται. Μόνο θυμήσου κάτι, όταν γυρίσεις την Τρίτη θα είναι πάλι όλα ίδια με μια μικρή, μόνο, διαφορά. Την Κυριακή 7 Ιουνίου θα έχω αποφασίσει εγώ για το αν θα συνεχίσεις να δουλεύεις πενθήμερο, θα έχω αποφασίσει εγώ για το αν η Ε.Ε θα επιδοτήσει περισσότερους δημόσιους παιδικούς σταθμούς. Θα είναι στο χέρι μου να πω ναι στην βελτίωση του κοινωνικού κράτους και της υγείας ή να στρέψω την πολιτική της Ε.Ε στην ενίσχυση της ιδιωτικής υγείας.
Πήγαινε να βουτήξεις, δεν λέω, αλλά μετά μην βγείς με την παρέα σου και αρχίσεις την γκρίνια. Είχες την ευκαιρία να αλλάξεις κάτι και αποφάσισες να την αγνοήσεις. Τα ξαναλέμε σε πέντε χρόνια…

Δήθεν αποχή.

Τις τελευταίες μέρες έχουν ακουστεί πολλά για το ποσοστό της αποχής (47%) στις Ευρωεκλογές. Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες σε αυτό το «φαινόμενο» με κυρίαρχη αυτή που άκουγα και προ των εκλογών, από αυτούς που δεν θα ψήφιζαν, περί αποχής ως πολιτικής στάσης. Είναι λέει, απογοητευμένοι και αγανακτησμένοι από τα κόμματα και γενικότερα από το πολιτικό σύστημα – «γενικότερα» το ονομάζουμε τώρα, είναι άλλωστε μια ασφαλής απάντηση της άγνοιας που μας διακατέχει στο τομέα αυτό.
Σίγουρα υπάρχουν πολίτες που πράγματι ήθελαν να περάσουν ένα μήνυμα με αυτή τους τη στάση, είναι άλλωστε αρκετά μεγάλο το ποσοστό της αποχής για να το αμφισβητήσουμε. Θεωρούν ότι γυρνούν την πλάτη τους στο πολιτικό σύστημα. Δείχνουν ότι αυτή η στείρα και χωρίς νόημα αντιπαράθεση που διεξάγεται γύρω τους δεν τους αγγίζει. Αυτό είναι το πρώτο και πιο ασφαλές ίσως συμπέρασμα που διεξάγεται σχετικά με την αποχή.
Το δεύτερο και πιο ανησυχυτικό είναι ότι αυξάνεται η αδιαφορία. Η σκέψη πως η ψήφος δεν αλλάζει το αποτέλεσμα κυριαρχεί ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να απέχουν από τις τελευταίες εκλογές. Το γεγονός ότι δεν πιστεύουν πλέον στην αλλαγή τους ωθεί στο να εκφράζονται με την απουσία τους και όχι με την παρουσία τους, κάτι που αφήνει πολλά περιθώρια σε νικητές και χαμένους να καλύπτουν τα κενά προεκλογικά τους λόγια.
Στην πραγματικότητα όμως αποχή ως πολιτική στάση δεν υπάρχει. Λίγο ο καλός καιρός, λίγο το τριήμερο που ενέπεσε μαζί με τις εκλογές, λίγο η τεμπελιά, λίγο και το γεγονός ότι οι Ευρωεκλογές δεν είναι υποχρεωτικές, ήταν ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να συνοδεύσουν την γενικότερη αφέλεια και αδιαφορία για τα πολιτικά πεπραγμένα. Το μέλλον όμως δεν καθορίζεται από τις επιθυμίες των ολίγων. Και η αποχή αυτών που δεν ψήφισαν δείχνει ότι αποδέχονται αυτή τη άποψη. Ουσιαστικά με την αποχή τους δήλωσαν άγνοια και όχι δυασαρέσκεια.
Η απομάκρυνση από τα κοινά δεν σημαίνει ότι θα αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο, ότι αυτοί στους οποίους απευθυνόταν το μήνυμα – αν υπήρχε κάποιο ουσιαστικό μήνυμα - το έλαβαν και θα το επεξεργαστούν. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί η πορεία των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Ελλάδα έχει αποδείξει το αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος. Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός το είπε άλλωστε ότι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά θα επιβληθούν νέοι φόροι. Μετά πως μπορώ να ελπίζω ότι έλαβε το μήνυμα που με τόσο κόπο και εγώ προσπάθησα να του στείλω, κάνοντας μαύρισμα στις πλαζ;
Είναι ένας φαύλος κύκλος που υπήρχε, υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει αν δεν κατανοήσουμε ότι μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε το μέλλον μας. Αδιαφορώντας για τη συμμετοχή στα κοινά γινόμαστε συνυπεύθυνοι για την κατάσταση που βρίσκεται το πολιτικό σύστημα και άρα άξιοι της μοίρας μας.
Μπορεί κάποιοι να θεωρούν την αποχή μορφή διαμαρτυρίας και μάλιστα ισχυρής, είναι δικαίωμά τους. Αλλά να μην αρχίσουν ξανά τα παράπονα τις επόμενες ημέρες για την “διεφθαρμένη πολιτεία” όταν αυτοί είναι που συνυπέγραψαν για την διαιώνησή της.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ.


Στην εποχή των μηνύσεων και των αγωγών για συκοφαντική δυσφήμιση, ψυχική οδύνη, προσβολή της τιμής και της υπόληψης και γενικότερα όλων αυτών των δικαιολογιών που μπορει να σκαρφιστεί ο ανθρώπινος νους (και διευκρινίζω των διασημοτήτων) προκειμένου να αντιμετωπίσει – αφού δεν βρίσκει πιο ευφυή τροπο – όλους αυτούς που ασκούν αρνητική κριτική εναντίον του, τίθεται το θέμα της ελευθερίας του λόγου και των ορίων της.
Η έννοια Ελευθερία του λόγου αναφέρεται στην δυνατότητα έκφρασης χωρίς λογοκρισία. Κατά πόσο όμως υπάρχει ελευθερία έκφρασης και μεχρί που φτάνουν τα όριά της; Και εδώ θα αναρωτιόταν κανείς γιατί πρέπει να συζητάμε ένα τέτοιο θέμα αφού η ελευθερία του λόγου αποτελεί στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο; Γιατί θα πρέπει να φτάνουμε στο σημείο της διαπραγμάτευσης μίας ελευθερίας αυτονόητης, για την οποία τόσοι αγώνες έχουν γίνει από την εποχή του Διαφωτισμού ακόμη;
Για την ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί. Παρ' όλο που είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να παράγει και να λαμβάνει πληροφορίες χωρίς κανέναν περιορισμό, ωστόσο δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία έκφρασης(είτε γραπτού είτε προφορικού λόγου). Αυτό αποδεικνύεται στην καθημερινότητά μας. Κανένας “υπάλληλος” δεν έχει ελευθερία λόγου. Κανένας δεν μπορεί να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του χωρίς επιπτώσεις. Και αυτό είναι που μας κάνει να σιωπούμε και να αρνούμαστε πεισματικά να συμμετέχουμε σε καταστάσεις που δεν μας αφορούν άμεσα.
Επειδή όμως η ελεύθερη έκφραση καθιστά δυνατή την διασφάλιση μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι αναμφισβήτητο γεγονός, πως στην επίτευξη της δημοκρατίας συμβάλλει σημαντικά και η άρτια ενημέρωση των πολιτών. Με άλλα λόγια, πόσο ελεύθεροι είναι οι δημοσιογράφοι να παρέχουν ανιδιοτελή ενημέρωση; Πόσο ελεύθερα μπορεί να εκφραστεί ο τύπος και γενικότερα τα ΜΜΕ; Μάλλον καθόλου γιατί η κριτική και η σκληρή γλώσσα στα κακώς κείμενα συνεπάγεται κυρώσεις. Οι δημοσιογράφοι πλέον αποτελούν υποχείρια εξουσιών και κυβερνήσεων, κατευθυνόμενα πιόνια που υποκύπτουν στον καταναγκασμό για προσωπικά οφέλη. Προσπάθειες ανάδειξης πραγματικών γεγονότων που τυγχάνει να είναι αντίθετα σε συγκεκριμένα συμφέροντα οδηγούν σε πρόστιμα ή και σε κόψιμο εκπομπών.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και περιπτώσεις καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα μέσα ενημέρωσης στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών. Περιπτώσεις όπου θίγεται η προσωπικότητα, η τιμή και η ιδιωτική ζωή των ατόμων, δεν υπάρχει σεβασμός προς τα μεγάλα οικογενειακά ή προσωπικά δράματα των "ασήμαντων" ανθρώπων ή ακόμη παραβιάζεται η προστασία της νεότητας και των ανηλίκων. Αναδύεται δηλαδή, το ζήτημα των ορίων της ελευθερίας στην έκφραση. Και εδώ υπάρχουν δύο αντιμετωπίσεις του θέματος. Εφόσον πρόκειται για την πολιτική και τη δημόσια ζωή είναι αναγκαία η πλήρης ελευθερία έκφρασης γιατί επηρεάζει άμεσα και το κοινό. Στις προαναφερθείσες όμως περιπτώσεις τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και θεωρώ ότι εδώ πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί προς σεβασμό των προσωπικών δεδομένων. Επομένως, υπάρχει ελευθερία του λόγου στο βαθμό που δεν θίγεται ο άλλος.
Η ελευθέρια του λόγου είναι ένα θέμα που διχάζει γιατί από την μία πρέπει να υπάρχει πλήρης ελευθερία έκφρασης με την έννοια ότι σεβόμαστε τη διαφορετικότητα των απόψεων και την κριτική και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον άνθρωπο, από την άλλη όμως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει που σημαίνει ότι μπορεί ευκολά να θίξει ανθρώπους και καταστάσεις που ίσως και να μην την αφορούν.